μπουκιά

μπουκιά
η [μπούκα]
1. η ποσότητα τροφής που μπορεί να χωρέσει κάθε φορά στο στόμα, αλλ. βουκιά
2. φρ. α) «δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα» — δεν έφαγε απολύτως τίποτε
β) «δίνει και τη μπουκιά του» — είναι πάρα πολύ φιλότιμος και γενναιόδωρος
γ) «είναι μπουκιά και συχώριο» — λέγεται για πολύ όμορφο και επιθυμητό άτομο
δ) «μια μπουκιά άνθρωπος» — μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, ανίσχυρος ή μικρός στην ηλικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπουκιά — μπουκιά, η και μπουκουνιά, η η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • μπουκούνι — το 1. μικρό κομμάτι 2. μπουκιά 3. φαγητό 4. μερίδα φαγητού 5. μτφ. μικροσκοπικός ή μικρής ηλικίας άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccone «κομμάτι, μπουκιά»] …   Dictionary of Greek

  • συχώριο — και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν 1. συγχώρηση 2. φρ. α) «συχώριο νά χουν τα πεθαμένα σου» i) έκφραση επαιτείας ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας β) «μπουκιά και συχώριο» βλ. μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • έγκαφος — ἔγκαφος, ο (Α) χαψιά, μπουκιά …   Dictionary of Greek

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

  • βλωμός — ο (Α βλωμός) νεοελλ. τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο αρχ. μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

  • βουκία — βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ) η μπουκιά αρχ. είδος αρτοειδούς γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)] …   Dictionary of Greek

  • βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”